- Ἱκέτῃ
- Ἱκέτηςmasc dat sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἱκέτῃ — ἱκέτης one who comes to seek aid masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱκέτηι — Ἱκέτῃ , Ἱκέτης masc dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκέτηι — ἱκέτῃ , ἱκέτης one who comes to seek aid masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικέσιος — I Επωνυμία του Δία ως προστάτη των ικετών. Η επωνυμία αυτή είναι συγγενική με την επωνυμία Ξένιος. Ο Δίας λατρευόταν ως Ι. στη Δήλο, στη Ρόδο, στη Θήρα, στην Κω και στην Αθήνα. II (1ος αι. π.Χ.). Γιατρός, οπαδός του Ερασίστρατου. Ίδρυσε δική του… … Dictionary of Greek
SEDERE — proprie Iudicum est et innuit Maiestatem et quieti animi ac perturbationibus nullis obnoxii tranquillitatem: Ita sedere dictus est Praetor, cum pro Tribunmali iuris dicendi causâ sederet. Hinc Lactantius l. 6. c. 18. Sedet enim maximus et… … Hofmann J. Lexicon universale
αλιπαρής — ἀλιπαρής, ές (Α) ακατάλληλος, ανάρμοστος σε ικέτη (άλλοι το «τὴν δ’ ἀλιπαρῆ τρίχα», Σοφ. Ηλ. 451, ερμηνεύουν απεριποίητη, ακαλλώπιστη κόμη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λιπαρός «στιλπνός, λείος, λαμπρός, κομψός»] … Dictionary of Greek
ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… … Dictionary of Greek
ικάνω — ἱκάνω (Α) 1. έρχομαι, φθάνω 2. εκτείνομαι 3. (για ψυχικές καταστάσεις) καταλαμβάνω 4. (για ικέτη) πέφτω στα γόνατα κάποιου παρακαλώντας τον, γονυπετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἱκ άν Fω < ικ (πρβλ. ί κω, ικ νούμαι) + αν Fω κατά τα κιχ άνω, φθ άνω] … Dictionary of Greek
ικτήριος — ἱκτήριος, ία, ον (Α) βλ. ικετή ριος … Dictionary of Greek
παρασιωπώ — άω και έω, ΝΑ παρέρχομαι, αποσιωπώ ηθελημένα, αποφεύγω σκόπιμα να αναφέρω κάτι αρχ. 1. τηρώ σιγή, σωπαίνω 2. αγνοώ, παραβλέπω, κάνω τα στραβά μάτια 3. αδιαφορώ, γυρίζω την πλάτη σε ικέτη 4. (για γραπτό κείμενο) αφήνω έξω χωρίο, απόσπασμα 5. (για… … Dictionary of Greek